Μπαίνοντας στη ταβέρνα ένα δυνατό φως από χαμηλά μπορεί να σας θορυβήσει και να νομίζετε ότι μπήκατε λάθος αλλά μην φοβάστε. Είναι απλά το φως του δαυλού που ανακλάται στη γυαλιστερό θόλο του κεφαλιού του επιστάτη.
Ο Μεσήλικας νάνος εν ονόματι Κωνσταντίνος Δανιήλ γκρινιάζει, φτύνει, πετάει πράγματα κάτω και μετά γκρινιάζει γιατί είναι αναγκασμένος να τα καθαρίσει. Στον ελεύθερο χρόνο, ανάμεσα στα μαθήματα ορθογραφίας, μαζεύει ζάρια από σκουπίδια του Ηρακλείου και τα βάζει σε ένα σακί μαζί με σκοπό σύντομα να έχει ένα όπλο για να μπορεί να σκοτώνει αρουραίους.
Στα ρεπό του γράφει χαμηλής ποιότητας και ηθικής ερωτικά μυθιστορήματα, αποφεύγει να απαντάει σε μηνύματα και τηλέφωνα καθώς «δεν έχει χρόνο για τις σαχλαμάρες τους» και παίζει βιντεοπαιχνίδια στο πισί του. Όταν μεγαλώσει θέλει να σκάψει ένα λάκκο να μπει μέσα γιατί «κανένας δεν θα νοιαστεί όπως και να 'χει».