Λογαριασμός Μέλους

Back to Top

Ηρώων Γένεσις: Ο Fighter πριν γίνει Ήρωας

ΠΡΙΝ ΘΕΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΒΑΡΔΩΝ, ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΗΤΑΝ ΑΠΛΟΙ ΘΝΗΤΟΙ

Είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος τη λογοτεχνία του φανταστικού, πόσο μάλλον το D&D, χωρίς τον Πολεμιστή, μία κατηγορία χαρακτήρων που διαφέρουν μεταξύ τους στην εμφάνιση, στον εξοπλισμό, στον τρόπο μάχης και κυρίως στα κίνητρα, όσο λίγες άλλες. Ο μοναδικός κοινός τόπος τους είναι η μαχητική υπεροχή, με οποιονδήποτε τρόπο έχει επιλέξει ο καθένας τους.

Ο δρόμος του Πολεμιστή είναι συνυφασμένος με αυτόν της κακουχίας, ίσως περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου χαρακτήρα. Ξανά και ξανά, η ικανότητα του μετριέται απέναντι σε αντιπάλους και οποιοδήποτε λάθος ή αδυναμία βάζει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή ή αυτή των συντρόφων του. Σπάνια βρίσκει κάποιος δεσμούς τόσο δυνατούς, όσο αυτών που πολεμάνε πλάι-πλάι, είτε στο πεδίο της μάχης είτε σε μια ταβέρνα. Κυρίως όμως, σε κρύες βραδιές γύρω από μια μισοσβησμένη φωτιά δύσκολα θα επέλεγες κάποιον άλλο, για να έχεις στο πλάι σου.

Είναι εύκολο να καταλάβεις γιατί κάποιος πήρε το δρόμο του Πολεμιστή. Εύκολο, αλλά συνήθως όχι ευχάριστο. Οι περιπτώσεις που κάποιος έγινε πολεμιστής από δική του επιλογή είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, λίγες. Είναι αυτές οι ιστορίες που οι βάρδοι προτιμούν να διαδίδουν, αφήνοντας στην αφάνεια τις υπόλοιπες, γιατί συνήθως η μάχη, ο πόλεμος ή οι κίνδυνοι, που η μοίρα επιφυλάσσει, επιλέγουν το δρόμο του Πολεμιστή για τον ίδιο. Για κάθε μεγάλο ήρωα των ιστοριών των βάρδων, που μόνο το όνομα του είναι ικανό να κάνει στρατούς να εγκαταλείψουν μάχες, υπάρχει μια ιστορία ενός νέου, που αντιμετώπιζε, για πρώτη φορά, κάποιον ή κάτι με τον πρωτόγνωρο φόβο της γνώσης ότι ένας από τους δύο ζει τις τελευταίες του στιγμές.

 


Προσοχή: Θεώρησε πως οι βασικές ικανότητες του πρώτου επιπέδου ενός Fighter, δηλαδή Fighting Style και Second Wind είναι πράγματα που ο ήρωας μπορεί να διδαχθεί ή έστω να λάβει ως βασική εκπαίδευση βάσει των ιστοριών που θα διαβάσεις. Στο τέλος κάθε ιστορίας θα βρεις «πιθανά backgrounds» τα οποία είναι ένα σύνολο εμπειριών και γνώσεων που μπορεί να προηγήθηκαν ή να επήλθαν των ιστοριών, ανάλογα με το πώς θέλει ο κάθε ένας να φτιάξει τον χαρακτήρα του.

Γκάντριγκ ο Πορφυρός

1. Το παιδί των δρόμων

Είναι περίεργο να φεύγεις από το μοναδικό μέρος που γνώρισες ποτέ, σκεφτόταν ο Γκάντρινγκ. Ήξερε την πόλη σαν την παλάμη του. Όχι! Ήξερε ότι είναι ψέμα. Στα δώδεκα χρόνια της ζωής του, δεν είχε φύγει ποτέ από το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, που κυριαρχούσαν οι παράγκες και τα χαμόσπιτα. Η υπόλοιπη πόλη ήταν σαν το πέμπτο δάχτυλο του χεριού του, αυτονόητο για άλλους ανθρώπους, αλλά αφύσικο και ξένο για έναν Δρακογέννητο, όπως αυτός. Ήξερε ότι για τους περισσότερους ανθρώπους η εμφάνιση του και μόνο ήταν αρκετή για να φωνάξουν τη φρουρά.

Αυτό, ακριβώς, τράβηξε την προσοχή ενός από τους ανθρώπους που έκαναν κουμάντο στην παραγκούπολη. Ο Ντελ είδε σ’ αυτόν έναν τρόπο να γλιτώνει από φασαρίες. Η συμφωνία δεν έγινε ποτέ επίσημα, αλλά μετά από αρκετές φορές που δεν κοιμήθηκε πεινασμένος στην μικρή σκηνή του, εξαιτίας του Ντελ, ο Γκάντρινγκ άρχισε να νιώθει ότι του χρωστάει. Όσο ήταν μικρότερος, έκανε θελήματα γι’ αυτόν. Τίποτα δύσκολο ή επικίνδυνο: να μεταφέρει ένα πακέτο αλεύρι κάτω από τα ρούχα του ή ν’ αφήσει μερικά φιαλίδια, που είχαν χαθεί, στη φρουρά. Ο Γκάντρινγκ δεν ρώτησε ποτέ «Γιατί;» και δεν κοιτούσε τι είχε το κάθε σακούλι. Σε αντάλλαγμα, όσο μεγάλωνε, ο Ντελ τον τάιζε καλύτερα και όταν έγινε πέντε χρονών, του χάρισε την παλιά του πανοπλία. Ήταν ένας αλυσιδωτός θώρακας που έφτανε σχεδόν μέχρι τα πόδια του. Χρειάστηκε ν’ ανοίξουν μερικούς κρίκους, για να χωρέσουν τα χέρια του και το κεφάλι του και θα έπρεπε να την καθαρίσουν από την σκουριά, αλλά ο Γκάντριγκ έβρισκε ότι το χρώμα της σκουριάς ταίριαζε με το χρώμα των φολίδων του. Μερικές μέρες μετά, του χάρισε κι ένα ζευγάρι μικρά ξίφη και μέρα με την μέρα του έδειχνε πώς να τα χειρίζεται, αλλά και ποικίλα άλλα όπλα, όπως τσεκούρια ή κεφαλοθραύστες. «Το πιο επικίνδυνο όπλο», του έλεγε συχνά, «είναι το όπλο που κρατάς και δεν ξέρεις να χρησιμοποιείς».  

Σύντομα, ο Γκάντρινγκ ήταν αναπόσπαστος από τον Ντελ. Όπου πήγαινε, ήταν πάντα δίπλα του, σαν μια υπενθύμιση ότι η βία δεν ήταν ποτέ μακριά. Δεν χρειάστηκε πολλές φορές να τραβήξει τα ξίφη του, αλλά ήταν αρκετές, για να μην χρειάζεται, μετά, να το ξανακάνει. Τα στόματα, συχνά, μίλαγαν για τον κόκκινο δρακογέννητο του Ντελ και η παρουσία του ήταν αρκετή, για να πάψει ακόμα και η υπόνοια φασαρίας. Ωστόσο, μια μέρα έφτανε για ν’ αλλάξουν όλα. Σ’ ένα καταγώγιο, απ’ αυτά που προστάτευε ο Ντελ, ένας άνδρας, αρκετά πιωμένος, ενοχλούσε τα κορίτσια που δούλευαν και όταν του ζήτησαν να φύγει, τράβηξε μαχαίρι. Δεν ήταν ο μόνος που τράβηξε μαχαίρι εκείνο το βράδυ και αντίθετα απ’ αυτόν, ο Γκάντρινγκ δεν τράβηξε για να εκφοβίσει. Όταν το αίμα του άνδρα πάγωσε για τα καλά, η κοπέλα, που κοίταξε να δει αν ζει, βρήκε ένα μενταγιόν της φρουράς. Τα νέα έφτασαν αμέσως στα αυτιά του Ντελ. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην μιλήσει κάποιος. Το ίδιο βράδυ, έδωσε ένα πουγκί με μερικά ασημένια νομίσματα στον Γκάντριγκ και κανόνισε να φύγει κρυμμένος με το πρώτο κάρο που έφευγε απ’ την πόλη.

Πιθανά Backgrounds: Criminal, Urban bounty hunter

Πατέρας Ρως διδάσκει τον Νεαρό γιο του, Reconstructions by Oleg Fedorov

2. Ο Τυχοδιώκτης

 Ο Ντέρεκ ήταν το τρίτο, στη σειρά, παιδί της φαμίλιας του. Την ημέρα πριν κλείσει τα δεκαπέντε, ο πατέρας του τον πήρε παράμερα από το σπίτι τους, στην αρχή του δάσους. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε, αλλά ήταν η πρώτη φορά που το έκανε απόγευμα. Ήταν πολύ αργά για να κυνηγήσουν, Ίσως, να ήταν για μάθημα με την ασπίδα και το σπαθί. Όμως, αντί για βέλη ή τα στομωμένα σπαθιά, ο πατέρα του κρατούσε το σπαθί του. Το μακρύ σπαθί, συνήθως, κρεμόταν πάνω απ’ την πόρτα του σπιτιού για υπενθύμιση ή απλά για εύκολη πρόσβαση. Όσοι είχαν γνωρίσει τον πατέρα του νεαρό, έλεγαν ότι το είχε κερδίσει σε μια μονομαχία, όταν ήταν νέος και ότι ήταν το πρωτοπαλίκαρο του άρχοντα  της περιοχής. Ο πατέρας γύμνωσε το σπαθί, που γυάλιζε στο πενιχρό φως και πλησίασε τον Ντέρεκ.

Τα λόγια του, ακόμα και σήμερα, ηχούν στα αυτιά του Ντέρεκ. «Γιε μου, πλέον είσαι άντρας. Όταν ο αδερφός σου έφτασε στην ηλικία σου, του χάρισα τη γη που ζούμε. Όταν η αδερφή σου έφτασε στην ηλικία σου, της χάρισα τα κοπάδια που μας τρέφουν όλα αυτά τα χρόνια». Πήρε μια βαριά ανάσα, σαν να δυσκολευόταν να συνεχίσει.  «Πλέον, είμαι ένας γέρος και φτωχός άνθρωπος, γιε μου. Δεν έχω να σου χαρίσω όσα αξίζεις. Δεν έχω να σου χαρίσω τίποτα, παρά μόνο αυτό». Με μια βαριά ανάσα και τα δάκρυα να κερδίζουν τη μάχη και να τρέχουν ελεύθερα στα δασύτριχα μάγουλα του, έβαλε τη λαβή στο χέρι του. «Πάρε αυτό το σπαθί. Πρόσεξε απέναντι σε ποιον το τραβάς και ποτέ μην το αφήσεις να ντροπιαστεί. Είμαι σίγουρος ότι μ’ αυτό θα κάνεις μια περιουσία μεγάλη, ένα όνομα τρανταχτό και τον γέρο σου πατέρα υπερήφανο». Το σπαθί ήταν πιο ελαφρύ από το στομωμένο που είχε συνηθίσει, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει το χέρι του τόσο βαρύ. Μ’ αυτά τα λόγια, τράβηξε τον Ντέρεκ στην αγκαλιά του και τον έκλεισε μέσα της με τόση δύναμη, που ποτέ δεν είχε νιώσει.

Ακόμα και σήμερα, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι που μεγάλωσε, αυτή είναι η δύναμη που νιώθει κάθε φορά, όταν τραβάει το παλιό, αλλά έμπιστο σπαθί του, πριν αυτό αρχίσει να τραγουδά στα χέρια του, σχίζοντας τον αέρα.

Πιθανά Backgrounds: Outlander, Far Traveler

Έργο του Ortizfreelance

3. Ο Λιποτάκτης

Ο Ίντριν μεγάλωσε στο Τετραχώρι, μια περιοχή ανθρώπων γεωργική και αγροτική. Η γενιά του είχε αναλάβει το εμπόριο μεταξύ της περιοχής και των βουνών των Νάνων. Περίφημα κοσμήματα, κατεργασμένος σίδηρος και εργαλεία ανταλλάσσονταν  για μια σταθερή ροή νεαρών μοσχαριών και σιτηρών, κυρίως σταριού και κριθαριού, για να γίνουν ψωμί και  μπύρα. Αντίθετα με την ηρεμία της περιοχής, τα όνειρα του Ίντριν ήταν γεμάτα από μάχες με Ορκ και Τρολ, εμπνευσμένες από τα τραγούδια και τις ιστορίες της γενιάς του, πριν κατέβουν από τις βουνίσιες περιοχές των Νάνων. Ποτέ δεν πίστευε, όμως, ότι η μοίρα του θα του επιφύλασσε ένα μέρος σε μία από αυτές τις ιστορίες.

Πριν τον ερχομό εκείνου του χειμώνα, τα πρώτα Ορκ άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους στις παρυφές του δουκάτου. Ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, τρεις στρατιώτες του Δούκα ήρθαν στο χωριό. Ζητούσαν εθελοντές για το στρατό, ένα στρατό που ετοιμαζόταν, πριν τον πιθανό ερχομό των Ορκ. Μηνύματα από τις περιοχές των Νάνων προειδοποιούσαν γι’ αυτό, όταν τα χιόνια των περασμάτων έλιωναν την άνοιξη. Ο Έντριν δεν ήταν σίγουρος τι τον έκανε να καταταγεί. Ίσως, ήταν τα τραγούδια των Νάνων ή το αρχέγονο μίσος της φυλής του για τα Ορκ ή η σκέψη του τι θα συνέβαινε, αν τα Ορκ έφταναν στο ειρηνικό Τετραχώρι.

Τέσσερις μήνες εκπαίδευσης πέρασαν, στα όπλα και στη μάχη σε σχηματισμό. Τα χέρια του έγιναν αχώριστα από το τσεκούρι και την ασπίδα του και η εκπαίδευση απέδωσε καρπούς. Οι μάχες με τα Ορκ ήταν σκληρές, αλλά ο Ίντριν άντεξε την δοκιμασία της μάχης. Σύντομα, τα εναπομείναντα Ορκ οπισθοχωρούσαν ηττημένα πίσω στα βουνά. Οι ανιχνευτές του στρατού έφεραν, όμως, άσχημα νέα. Μια μεγάλη ομάδα είχε αποσπαστεί από τον κύριο όγκο και κατευθυνόταν προς την περιοχή του Τετραχωρίου. Οι εναπομείναντες εθελοντές από την περιοχή παρακάλεσαν τον λοχαγό τους να στείλει το ιππικό ή το πεζικό, για να προστατεύσει την περιοχή. Ο λοχαγός δεν είχε επιλογή. Οι διαταγές του Δούκα ήταν ξεκάθαρες και δεν χωρούσαν περιθώριο ανυπακοής. Το ίδιο βράδυ, ο Ίντριν μαζί με έξι άλλους εθελοντές έφυγαν κρυφά από το στρατόπεδο. Με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκαν προς το Τετραχώρι. Στο μυαλό τους δεν είχαν άλλη επιλογή, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε την καταδίκη τους σαν λιποτάκτες. Για τον Ίντριν σήμαινε, ακόμα, την καταδίκη από τη φυλή του. Οι Νάνοι δεν θα τον δεχόντουσαν ποτέ ξανά ως επίορκο. Ο δρόμος του, εάν επιβίωνε, θα ήταν μοναχικός, μακριά από τα βουνά των Νάνων, το Τετραχώρι και τη γενιά του.

Πιθανά Backgrounds: Folk hero, Soldier 

Ο ξακουστός Ράβα

4. Ο Μονομάχος

Ο Ράβα δεν είχε όνομα. Είχε συνηθίσει να τον φωνάζουν Ορκ, κτήνος ή μελλοθάνατο. Απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του, είχε μεγαλώσει σ’ ένα υγρό υπόγειο. Έβγαινε έξω μόνο όταν τον φώναζαν για εκπαίδευση, κάποιες φορές μόνο του και άλλες μαζί με άλλους αμίλητους Ανθρώπους, σπάνια τους ίδιους. Όσο ήταν μικρός, τον έβαζαν να κουβαλάει πέτρες από τη μία άκρη της αυλής στην άλλη. Μετά, να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Η ανάσα του χανόταν και τα γόνατα του τρέμαν. Ο ήχος του μαστιγίου και ο οξύς πόνος στη πλάτη του τον έπειθαν να συνεχίσει, εκεί που η αντοχή του τον άφηνε. Όταν ψήλωσε, η εκπαίδευση άλλαξε. Στην αρχή, του έδωσαν μια ασπίδα και δύο-δύο έπεφταν πάνω του. Στην αρχή, με ξύλινα όπλα, μετά με σιδερένια. Και προσπαθούσε, όπως μπορούσε, να αποκρούσει τα χτυπήματα. Όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν καλύτερος και σύντομα ήρθε η ώρα που του έδωσαν το πρώτο του ξίφος. Καλά στομωμένο και βαρύ. Αργότερα, την θέση του πήραν τσεκούρια, δόρια και κυρτές λεπίδες. Δεν σταμάτησε ποτέ να σκεφτεί γιατί. Ήξερε τι θα σήμαινε η άρνηση του: μαστίγιο, κλείδωμα στο υπόγειο και καθόλου φαγητό, μέχρι να μάθει το μάθημα του.

Μια νύχτα υπό το φως των αστεριών, τον φόρτωσαν σε μια άμαξα. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι ίσως θα μπορούσε να το σκάσει. Όταν έδεσαν τα χέρια του σ΄’ ένα κρίκο, γερά καρφωμένο στην άμαξα, έχασε, γρήγορα, την ελπίδα του. Τον πήγαν σ’ ένα άλλο υπόγειο, μεγαλύτερο απ΄΄  αυτό που είχε συνηθίσει, γεμάτο με κόσμο. Μόνο ένα άνοιγμα υπήρχε στη μέση, που ήταν γεμάτο με άμμο, η οποία ήταν, σε σημεία, βρεγμένη με ιδρώτα και αίμα. Γύρω απ’ αυτό το άνοιγμα, κάγκελα διαχώριζαν τον κόσμο από την αρένα. Αφού οδήγησαν αυτόν και έναν ήδη τραυματισμένο άνθρωπο μέσα, έκλεισαν τη μικρή πόρτα. Ένας Γνώμος τράβηξε από ένα μπολ δύο τυλιγμένα χαρτάκια. Τα έδειξε στο πλήθος. Σε απάντηση στις ιαχές του πλήθους, δύο άντρες πέταξαν ένα μεγάλο τσεκούρι στον άνθρωπο και δύο γάντια, με λεπίδες στις άκρες τους, στον ίδιο. Δεν ήταν δίκαιο, αλλά ο άντρας φαινόταν κουρασμένος και αντίθετα απ’ τα «μαθήματα» του, ήταν μόνο ένας. Το βράδυ πέρασε και ξαναμπήκε στην αρένα. Ο δεύτερος αγώνας ήταν δυσκολότερος. Το πρωί τον βρήκε στο υπόγειο του, χτυπημένο και ματωμένο, αλλά ζωντανό.

Πέρασαν αρκετές μέρες, που δεν τον φώναξαν για εκπαίδευση. Του έφερναν συχνά νερό, για να κάνει μπάνιο στο βαρέλι του. Όμως, δεν ήταν αυτό το τέλος των μαθημάτων, ούτε της αρένας. Μετρούσε τέσσερις αρένες, ώσπου μια μέρα άκουσε φασαρία από το πάνω κτήριο. Φωνές πόνου και κραυγές αγωνίας. Όταν σταμάτησαν, άκουσε βήματα στα σκαλοπάτια του υπογείου. Άκουσε την πόρτα να τραμπαλίζεται  και ύστερα να ξεκλειδώνει. Έσφιξε τις γροθιές του και περίμενε τη νέα φρίκη που θ’ αντιμετώπιζε. Αντίθετα με τις προσδοκίες του, ένα νεαρό ξωτικό φάνηκε να εμφανίζεται από το διάδρομο. Μαζί του ήταν ένας άνδρας με μακριά άμφια. Αφού ο άνδρας έκανε μερικά νεύματα προς το μέρος του, ένιωσε το θυμό του να εξαφανίζεται, μαζί με το φόβο του. Του εξήγησαν ότι, πλέον, ήταν ελεύθερος. Οι άνθρωποι που τον κρατούσαν ήταν νεκροί. Τον ρώτησαν πώς τον έλεγαν, αλλά έγνεψε αρνητικά. Δεν είχε όνομα. Τουλάχιστον, μέχρι τότε. Το νεαρό ξωτικό τον ονόμασε «Ράβα». Στην περίεργη γλώσσα του σήμαινε «Αδέσμευτος». Του άρεσε. Δεν ήθελε να τον ξανααποκαλέσουν, ποτέ, με οποιοδήποτε άλλο όνομα. Ζήτησε, αν μπορούσε, να μείνει μαζί τους. Δεν είχε που αλλού να πάει. Το ξωτικό κοίταξε τον άνθρωπο και αυτός έγνεψε καταφατικά. Από τότε, ταξιδεύει μαζί με κάτι σημαντικότερο από τους σωτήρες του. Ταξιδεύει με τους φίλους και συμπολεμιστές του.

Πιθανά BackgroundsGladiator, Gladiator Arena

Επίλογος

Οι ιστορίες που παραθέσαμε είναι μόνο παραδείγματα για το παρελθόν των Ηρώων σας και η ιστορία τους μένει να γραφτεί.  Όπως όλοι οι χαρακτήρες, οι πολεμιστές  προέρχονται απ’ όλα τα φάσματα της κοινωνίας και, για πολλούς διαφορετικούς λόγους, ακολουθούν αυτό το μονοπάτι. Να θυμάστε από που προέρχεται ο Ήρωας σας και ότι, ακόμα και αν μια με΄ρα τα κατορθώματα του γίνουν τραγούδια στα χείλη κάθε βάρδου, ο πολεμιστής σας είναι ακόμα ένας απλός  «άνθρωπος». Μην βιαστείτε να συμπεριφερθεί σαν  ήρωας. Ακολουθείστε το δρόμο που χαράξατε γι’ αυτόν και αφήστε  τις ιστορίες  και τον κόσμο του παιχνιδιού σας να τον αναδείξουν ως ήρωα. Χαρείτε τις μικρές του  στιγμές, προτού  κληθείτε να ζήσετε μαζί του τις μεγάλες και ηρωικές.

Νίκος Καστρινάκης
Νίκος Καστρινάκης

peacespirit27@gmail.com

Σε μια ταβέρνα γεμάτη Goblins, επιμένει να είναι Νάνος, συγκεκριμένα ο Γκρινιάρης, πρόθυμος όμως να μοιραστεί την μπύρα του με αυτά, σε ένδειξη παραμερισμού του αρχέγονου μίσους των φυλών μας. Αιώνιος DM, σε ατέρμονη αναζήτηση για ένα πάρτι που θα τον δεχτεί σαν παίκτη. Σε αυτό το ταξίδι των δύο δεκαετιών είχε την χαρά να ταξιδέψει μαζί με διαφορετικούς ανθρώπους, έστω σαν ο ανώνυμος βάρδος που συνέλεξε τις ιστορίες των ηρώων. Μεγαλύτερη τιμή δεν θα μπορούσαν να του έχουν κάνει.